τάρτα

τάρτα
η, Ν
είδος γλυκίσματος από ζύμη με βάση το βούτυρο, που ψήνεται στο φούρνο και περιέχει συνήθως φρούτα εποχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tarte].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ταρτίνα — η, Ν λεπτή φέτα ψωμιού αλειμμένη με βούτυρο και μαρμελάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tartine < tarte (βλ. λ. τάρτα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”